σβεστός

σβεστός
-ή, -ό / σβεστός, -ή, -όν, ΝΜ
σβηστός.
επίρρ...
σβεστά Ν
1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ
2. φρ. «σβεστά έλκε»
ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- τού σβέννυμι* + κατάλ. -τός* τών ρηματ. επιθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σβεστόν — σβεστός quenched masc acc sg σβεστός quenched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστή — σβεστός quenched fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σβεστήν — σβεστός quenched fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] …   Dictionary of Greek

  • АСБЕСТ —    • Asbestos,          ασβεστος (несгораемый, разумеется λίθος), зеленовато беловатый камень, амиант или горный лен; из его волокон уже в древности приготовляли asbestum sc. linum, несгораемое полотно. Пеленами из такого полотна римляне… …   Реальный словарь классических древностей

  • εύσβεστος — εὔσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σβεστός (< σβέννυμι «σβήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] …   Dictionary of Greek

  • ՇԻՋԱՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա.ն. σβεστικός իբր σβεστός extinguibilis. Շիջական. շիջանելի դիւրաւ. անցաւոր. *Զի թէ այսչափ դառն է շիջանուտ հուրն, որչափ ապա անշէջ հուրն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: *Ասացեր, թէ զքեզ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”