σβεστόν — σβεστός quenched masc acc sg σβεστός quenched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστή — σβεστός quenched fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σβεστήν — σβεστός quenched fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] … Dictionary of Greek
АСБЕСТ — • Asbestos, ασβεστος (несгораемый, разумеется λίθος), зеленовато беловатый камень, амиант или горный лен; из его волокон уже в древности приготовляли asbestum sc. linum, несгораемое полотно. Пеленами из такого полотна римляне… … Реальный словарь классических древностей
εύσβεστος — εὔσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σβεστός (< σβέννυμι «σβήνω»)] … Dictionary of Greek
ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] … Dictionary of Greek
ՇԻՋԱՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա.ն. σβεστικός իբր σβεστός extinguibilis. Շիջական. շիջանելի դիւրաւ. անցաւոր. *Զի թէ այսչափ դառն է շիջանուտ հուրն, որչափ ապա անշէջ հուրն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: *Ասացեր, թէ զքեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)